- ακιδογραφικός
- -ή, -ό [ακιδογράφος]ο χαραγμένος με ακίδα (σε αρχαίο μνημείο).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακίδα — Μακρουλό, αιχμηρό κομμάτι ξύλου, με ινώδη μορφή. Ακιδωτού σχήματος ήταν το κάλυμμα που τοποθετούσαν παλαιότερα στο στήθος ενός πολεμικού αλόγου. Ακιδωτή επίσης είναι η αμυντική θωράκιση μιας κατηγορίας ζώων όπως ο σκαντζόχοιρος. Α. ονομάζεται και … Dictionary of Greek